- Μυρσίλου
- Μυρσίλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μυρσιλείον — Μυρσιλεῑον και αιολ. τ. Μυρσιλῇον, τὸ (Α) [Μυρσίλος] το ιερό τού Μυρσίλου … Dictionary of Greek
Πιττακός — Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έζησε κατά την παράδοση μεταξύ 640 και 570 π.Χ. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πατρίδας του Μυτιλήνης. Μαζί με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου ανέτρεψε την τυραννίδα του… … Dictionary of Greek
αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… … Dictionary of Greek
Μήθυμνα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.497 κάτ.) της Λέσβου. Η M., που ονομάζεται και Μόλυβος, βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Διοικητικά αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στη Μ. έχουν χαρακτηριστεί… … Dictionary of Greek
Μυτιλήνη — Πόλη (27.247 κάτ.) της Λέσβου, πρωτεύουσα του νομού Λέσβου. Είναι χτισμένη στην ανατολική πλευρά του νησιού και από το λιμάνι της εξυπηρετούνται αποκλειστικά σχεδόν όλοι οι οικισμοί της Λέσβου. Στο προάστιο της Κράτηγος βρίσκεται το αεροδρόμιο. Η … Dictionary of Greek